Έξαρση ιλαράς: Ποιοι πρέπει να εμβολιαστούν – Ποιες επιπλοκές προκαλεί η νόσος
Η σύσταση εμβολιασμού δεν αφορά μόνο παιδιά, αλλά και πολλούς ενήλικες.
«Είμαστε σε φάση επιδημικής έξαρσης ιλαράς στην Ελλάδα» τονίζει ο καθηγητής του τομέα Υγείας του Παιδιού στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και επιστημονικός σύμβουλος του ΚΕΕΛΠΝΟ, Τάκης Παναγιωτόπουλος. Το ενδεχόμενο επιπλέον εξάπλωσης της ιλαράς στη χώρα μας είναι υπαρκτό, προσθέτει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η ιλαρά, σε υπολογίσιμα ποσοστά μπορεί να προκαλέσει ωτίτιδα, πνευμονία, εγκεφαλίτιδα και άλλες ακόμη επιπλοκές, που καμιά φορά μπορεί να έχουν πολύ σοβαρή ή και μοιραία εξέλιξη. Επίσης, εκτός από το ενδεχόμενο των σοβαρών επιπλοκών, έχει την ιδιαιτερότητα της μεγάλης μεταδοτικότητας, εξηγεί ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Τα κύρια μέτρα που λαμβάνονται από το ΚΕΕΛΠΝΟ και τους υπόλοιπους αρμόδιους φορείς, για να ανακοπεί η αυξητική πορεία των περιστατικών, είναι η ευρεία ενημέρωση του κοινού για την ανάγκη άμεσου εμβολιασμού των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις, καθώς και η εφαρμογή δράσεων εμβολιασμού.
Εκτός από τα παιδιά και τους εφήβους, θα πρέπει να εμβολιαστούν και οι ενήλικες που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν περάσει ιλαρά. Αυτοί θα πρέπει να ελέγξουν τα βιβλιάριά τους και εάν δεν έχουν κάνει 2 δόσεις εμβολίου (με τη μορφή του μονοδύναμου εμβολίου ιλαράς ή του μικτού εμβολίου MMR) θα πρέπει να συμπληρώσουν τις δόσεις που χρειάζονται.
«Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη της ιλαράς είναι ο εμβολιασμός με το εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (εμβόλιο MMR). Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ασφαλές εμβόλιο, όπως έχει δείξει η εμπειρία από τον εμβολιασμό πολλών εκατομμυρίων παιδιών παγκοσμίως για πιο πολύ από 4 δεκαετίες. Τα συμπτώματα της ιλαράς είναι αρκετά χαρακτηριστικά: πυρετός με εξάνθημα (δηλαδή, κοκκινίλες-σπυράκια), ενώ συνήθως προηγείται μια φάση με γενικά συμπτώματα (καταρροή κ.λπ.). Ειδική θεραπεία για την ιλαρά δεν υπάρχει. Χρειάζονται υποστηρικτικά μέτρα και θεραπευτική αγωγή για τυχόν επιπλοκές. Η εξέταση από γιατρό είναι μια καλή πρακτική για να δοθούν εξατομικευμένες οδηγίες ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς. Η πλειονότητα των αρρώστων δεν χρειάζονται νοσηλεία σε νοσοκομείο» αναφέρει ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Ερωτηθείς για το βαθμό στον οποίο εκτιμάται πως συνέβαλε το αντιεμβολιαστικό κίνημα στην επανεμφάνιση της ιλαράς και στην Ελλάδα, ο Καθηγητής απαντά ότι «είναι ακριβέστερο να μιλάμε για αντιεμβολιαστικές απόψεις και όχι για κίνημα, γιατί κίνημα δεν είναι. Το φαινόμενο αυτό έχει συμβάλει σημαντικά στη διασπορά της ιλαράς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και ενδέχεται αυτό να συμβεί και στην Ελλάδα εάν η επιδημική έξαρση επεκταθεί περισσότερο. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να αντικρουστεί η ανυπόστατη φημολογία για τους δήθεν κινδύνους από τα εμβόλια και να επικρατήσουν οι τεκμηριωμένες επιστημονικές απόψεις για τη σημασία και την ασφάλεια των εμβολίων γενικά, και του εμβολίου ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR) ειδικότερα».
Ο κ. Παναγιωτόπουλος διευκρινίζει δε, ότι η σημερινή επιδημική έξαρση ιλαράς στην Ελλάδα συνδέεται με την εξάπλωσή της σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με τις οποίες έχουμε πολλαπλούς διαύλους επικοινωνίας, και δεν είναι συνέπεια του κύματος προσφύγων και μεταναστών. Τα δεδομένα δείχνουν ότι από τα πρώτα 100 περιστατικά που καταγράφηκαν, τα 90 αφορούν Έλληνες πολίτες.
Επισημαίνει πως πλέον όλοι οι πολίτες –ασφαλισμένοι και ανασφάλιστοι- έχουν δωρεάν πρόσβαση στα εμβόλια του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, με χαμηλό επίπεδο εμβολιαστικής κάλυψης.
Το ΚΕΕΛΠΝΟ, τέλος, παρακολουθεί συστηματικά την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης στην Ελλάδα και διεθνώς, σταθμίζει τα δεδομένα και ενδέχεται -ανάλογα με την πορεία των πραγμάτων- να συστήσει πρόσθετα μέτρα. Τα μέτρα δημόσιας υγείας για τον έλεγχο μιας επιδημίας τα οποία εφαρμόζονται κάθε φορά πρέπει όχι μόνο να είναι αποτελεσματικά αλλά και να ακολουθούν την «αρχή της αναλογικότητας» προκαλώντας το μικρότερο δυνατό κοινωνικό κόστος.
(Πηγή: ΑΠΕ–ΜΠΕ)