Ο Γενάρης γεννήθηκε ένα κρύο πρωί στη χώρα του παππού του Χρόνου, μια χώρα παραμυθένια κι αέρινη, που απλώνεται πάνω από τον αιθέρα και τυλίγει γύρω γύρω τη γη. Πατέρας του ήταν ο Χειμώνας και μητέρα του η Παγωνιά.
Ο παππούς, μόλις άκουσε πως γεννήθηκε ο πρώτος του εγγονός, χάρηκε τόσο, που θαρρείς και ξανάνιωσε!
– Χαρούμενος κι ευτυχισμένος ο νέος χρόνος! εύχονταν οι άνθρωποι κάτω στη γη τη μέρα εκείνη.
Κι ο παππούς ήταν στ’ αλήθεια τόσο χαρούμενος, που ένιωσε πραγματικά πως ξανάγινε Νέος Χρόνος!
Το μωρό βαφτίστηκε όταν έγινε έξι ημερών, την ίδια μέρα που οι άνθρωποι κάτω στη γη γιόρταζαν τα Θεοφάνεια. Νονά ήταν η Χιονοθύελλα και στα βαφτίσια είχαν έρθει όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι του Χειμώνα και της Παγωνιάς. Πρώτοι πρώτοι το Κρύο, το Ξεροβόρι κι ο Παγετός.
Η νονά έβρεξε πρώτα το μωρό με χιονόνερο κι ύστερα του φόρεσε ρουχαλάκια χιονάτα, παπούτσια από πάγο και σκουφάκι από πάχνη.. ΄Εβαλε το μωρό στην αγκαλιά της μαμάς του και είπε:
– Να μας ζήσει ο Ιανουάριος!
Η Παγωνιά όμως φώναζε το γιο της Ιανουάριο μονάχα τις φορές που έκανε σκανταλιές. Τις άλλες ώρες τον έλεγε πάντα Γενάρη.
Ο Γενάρης λοιπόν έκανε την πρώτη του σκανταλιά την άλλη κιόλας ημέρα.
– Δε θέλω γάλα! φώναξε μόλις αντίκρισε το μπουκάλι που του έφερε η μαμά του. Θέλω παγωτό!
– Ιανουάριε, φρόνιμα! τον μάλωσε η Παγωνιά. Είσαι μικρός ακόμα για παγωτό. Δεν είσαι παρά εφτά ημερών!
– ΄Ενας μήνας εφτά ημερών είναι κιόλας ένας μήνας που τρέχει, τσίριξε κείνος. Θέλω παγωτό, θέλω παγωτό, θέλω παγωτό!
Κι άρχισε να χοροπηδάει πάνω στο στρωματάκι με τις νιφάδες που του είχε φτιάξει η μαμά του. Κι απ’ το πολύ το χοροπηδητό τρύπησε το στρώμα, ξεχύθηκαν οι νιφάδες κι άρχισαν να πέφτουν στη γη.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα παιδιά του Χειμώνα», Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου Λότη, Πατάκης 1988)