Τον Μάρτη τα παιδιά φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά». Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο «Μάρτης» προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν. Φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και φοριέται είτε σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα, είτε στον καρπό του χεριού σαν βραχιόλι.
«Μάρτη» δεν φορούσαν μόνο οι άνθρωποι. Σε κάποιες περιοχές της χώρας κρεμούσαν την κλωστή όλη τη νύχτα στα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς για να χαρίσουν ανθοφορία, ενώ σε άλλες περιοχές την έβαζαν γύρω από τις στάμνες για να προστατέψουν το νερό από τον ήλιο και να το διατηρήσουν κρύο. Σε άλλες περιοχές το φορούσαν μέχρι να φανούν τα πρώτα χελιδόνια, οπότε και το άφηναν πάνω σε τριανταφυλλιές, ώστε να τον πάρουν τα πουλιά για να χτίσουν τη φωλιά τους. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του.
Σήμερα λοιπόν σε όλα τα τμήματα του σχολείου μας κατασκευάσαμε με πολύ μεράκι τα Μαρτάκια μας και τα φορέσαμε στο χεράκι μας. Έθιμα και παροιμίες για το Μάρτη μας συντρόφεψαν για την υπόλοιπη μέρα!!!
Η ιστορία που ακούσαμε για το μήνα Μάρτη….
«Νονά του Μάρτη είναι η χαριτωμένη Άνοιξη. Τον βάφτισε μαζί με τα πρώτα χελιδόνια και κέρασε τους προσκεκλημένους παγωτό από το τελευταίο χιόνι των βουνών με αγριόμελο και τροπικά φρούτα.
Το τρίτο και το πιο παράξενο παιδί της μητέρας Φύσης. Μια γελάει και μια κλαίει. Ο Μάρτης μόλις μεγάλωσε άρχισε να τρέχει πάνω στις κορυφές των βουνών, στους κάμπους και στα λιβάδια.Ο ήλιος από τον ουρανό τον ακολουθούσε και έπαιζε μαζί του. Από το πολύ το τρέξιμο και το παιχνίδι, ίδρωνε και τότε, κάνοντας αέρα για να δροσιστεί,φώναζε:
-Ούφ!Ζεσταίνομαι!
Ο ήλιος ακούγοντας τη γκρίνια του έφευγε τρέχοντας. Τότε ερχόταν ο βοριάς να τον δροσίσει ,ερχονταν και τα συννεφάκια κι η βροχή που δρόσιζαν το Μάρτη. Ο Μάρτης για μια δυο ώρες ήταν ευχαριστημένος. Αλλά μετά από λίγο άρχιζε να κρυώνει.
– «Αχ κρυώνω! Αχ παγώνω!» Φώναζε κλαίγοντας.» Ήλιε μου, έλα, Ήλιε μου, έλα να με ζεστάνεις!»
Και πάλι έτρεχε ο ήλιος κοντά του.
– Τέλος πάντων αυτός ο Μάρτης δεν ξέρει τι θέλει και τι γυρεύεi!, φώναζαν νευριασμένα μερικά χελιδόνια, που εκείνη την ώρα πετούσαν και γυρνούσαν πάλι πίσω από τις μακρινές χώρες που είχαν πάει για να ξεχειμωνιάσουν. Η Νονά του η Κυρά Άνοιξη, βλέποντας που ζέσταινε τη γύρω φύση,
έφτιαξε για τον βαφτισιμιό της ένα μαρτάκι. Πήρε δύο κλωστές από το Ουράνιο Τόξο, μια άσπρη και μια κόκκινη, τις έστριψε μεταξύ τους, τις έκανε μια και τις φόρεσε σαν σφιχτό βραχιόλι στο χεράκι του Μάρτη, για να μην κινδυνεύει να καεί από τον ήλιο.
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!!!