Τα Φώτα ή Θεοφάνεια είναι μια μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, που εορτάζεται με μεγάλη επισημότητα. Η Θεία Λειτουργία, την ημέρα αυτή, έχει εορταστικό και πανηγυρικό χαρακτήρα, καθώς και μεγαλοπρέπεια.
Ο καθαγιαστικός χαρακτήρας των Φώτων φαίνεται καθαρά μέσα από τις ιστορίες της παράδοσής μας. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, επειδή, από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, ο Χριστός είναι αβάφτιστος, οι καλικάντζαροι βρίσκουν την ευκαιρία ν’ ανέβουν στη γη και να αλωνίσουν τον κόσμο.
Θυμάμαι τις ιστορίες, που μας διηγούνταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας για τους καλικάντζαρους. Ότι οι καλικάντζαροι, πριόνιζαν όλο το χρόνο κάτω από τη γη τον κορμό του δέντρου της και ότι έρχονταν κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, τρυπώνοντας τα βράδια στα σπίτια από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες στις πόρτες και τα παράθυρα.
Μας περιέγραφαν παραστατικά το πόσο μαύροι ήταν, γιατί κατέβαιναν από την καμινάδα και ότι θα έρχονταν το βράδυ στον ύπνο να μας γαργαλήσουν με την ουρά τους. Για να μη μας πείραζαν οι καλικάντζαροι, μας έλεγαν ότι αντ’ αυτού θα έπρεπε να τους ταΐσουμε, γι’ αυτό αφήναμε πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο με φαγητό.
Με τον αγιασμό των υδάτων τα Φώτα, οι καλικάντζαροι επέστρεφαν πάλι κάτω από τη γη τρώγοντας τον κορμό της.
Αλλά, δεν ήταν μόνο οι ιστορίες των παππούδων για τους καλικάντζαρους.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν ψυχές που έβρισκαν τις πόρτες του Άδη ανοιχτές και ανέβαιναν στον επάνω κόσμο, όπου γύριζαν για μέρες παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Η πίστη στους καλικάντζαρους λέγεται πως προήλθε από τις ελληνικές και ρωμαϊκές γιορτές του Δεκεμβρίου, που συνδυάζονται με τη γενέθλια ημέρα του θεού Ήλιου, την 25η Δεκεμβρίου.
Είναι αλήθεια, λοιπόν, πως την ημέρα αυτή όλοι φοράμε τα καλύτερά μας ρούχα, τα γιορτινά, για να είμαστε ΄΄ φ ω τ ι σ μ έ ν ο ι ΄΄.
Πώς να ξεχάσουμε, που οι μανάδες μας κουβαλούσαν, αυτή τη μέρα, μέσα σ’ ένα πιάτο τις ΄΄ κ λ ο ύ ρ ε ς ΄΄, που τις είχαν ετοιμάσει πριν από τα Χριστούγεννα, συνοδευόμενες στο πιάτο από λίγο αλάτι. Άλλες με σχήμα σταυρού και άλλες σε σχήμα κυκλικής πλεξούδας. Μαζί με τις κλούρες πήγαιναν και μια κανάτα με νερό. Επίσης, από το εικονοστάσι του σπιτιού, έπαιρναν την εικόνα και τη μετέφεραν μαζί με τα παραπάνω στην εκκλησία και τα τοποθετούσαν στα σκαλιά, μπροστά από το τέμπλο του Αγίου Βήματος. Με το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο παπάς ευλογούσε θυμιατίζοντας τα αγαθά αυτά και τις εικόνες.
Ο αγιασμός των υδάτων γίνονταν μέσα στην εκκλησία και στο τέλος, αφού οι μάνες μας έριχναν το νερό απ’ τις κανάτες μέσα στο μεγάλο δοχείο, έπαιρναν το αγιασμένο νερό.
Πριν να συμβούν όλα τα παραπάνω, γίνονταν η καθιερωμένη πλειοδοτική δημοπρασία των εικόνων. Πρώτα, της εικόνας της Βάφτισης του Χριστού, έπειτα της εικόνας του Σταυρού, μετά της Παναγίας, του Χριστού, του Αγίου Δημητρίου, και ακολουθούσαν οι υπόλοιπες εικόνες των Αγίων της Εκκλησίας. Σκοπός αυτής της δημοπρασίας, ως έθιμο παμπάλαιο, ήταν η οικονομική ενίσχυση της εκκλησίας. Στα χρόνια μας δεν γίνεται πλέον δημοπρασία, αλλά όλοι οι συγχωριανοί προσφέρουν διάφορα χρηματικά ποσά σε όποιον Άγιο επιθυμούν, ξεκινώντας πάλι από την εικόνα της Βάπτισης και του Σταυρού, κλπ.
Πολύ παλιότερα, θυμάμαι πως η δημοπρασία των εικόνων ήταν με ζώα. Έλεγε δυνατά ο παπάς : «Για τη Βάφτιση» άκουγες από τους συγχωριανούς κτηνοτρόφους να λένε δυνατά : «Μια γαλάρα γίδα», άλλος έλεγε «ένα ξεχειμάδι», «ένα ζγούρ’», «ένα βιτούλ’», «μια στρίφα προβατίνα», «μια μπλιόρα γίδα», κλπ. Ίσως, έτσι παλιότερα η τιμή αυτή να ήταν σε είδος, όπως σιτάρι, καλαμπόκι ή και κάτι άλλο. Αργότερα η δημοπρασία γίνονταν σε χρήμα.
Επικρατούσε μια άγραφη και ευγενής άμιλλα ανάμεσα στους συγχωριανούς μας, κατά τη διαδικασία της δημοπρασίας.
Την πρωτιά την είχαν οι δύο πρώτες εικόνες: Η Βάφτιση και Ο Σταυρός. Ήταν τιμή και καμάρι να πλειοδοτήσουν σ’ ένα από τα ιερά αυτά σύμβολα.
Αυτοί που πλειοδοτούσαν έπαιρναν τις εικόνες, κι έκαναν έναν κύκλο μέσα στον κυρίως Ναό, φωνάζοντας : «Κ ύ ρ ι ε Ε λ έ η σ ο ν!!!» κατά διαστήματα. Έπειτα έβγαιναν έξω στο χαγιάτι, με τις εικόνες, τις ακουμπούσαν στον τοίχο, πάνω στο πεζούλι, άναβαν κερί και φώναζαν πάλι κατά αραιά διαστήματα : «Κ ύ ρ ι ε Ε λ έ η σ ο ν!!!».
Άλλα αγόρια έπαιρναν τις εικόνες των σπιτιών τους και όλοι μαζί ξεκινούσαν το έθιμο με την περιφορά των εικόνων γύρω από την εκκλησία.
Παλιότερα, κυρίως οι μεγάλοι, με τις πολύ μεγάλες εικόνες, θυμάμαι ξεκινούσαν μέσα στα χιόνια πηγαίνοντας πρώτα στον Αϊ Νικόλα, φωνάζοντας στον δρόμο το ΄΄ Κύργια λέησου ΄΄, δηλαδή ΄΄ Κύριε ελέησον ΄΄, λέξεις που επαναλαμβάνονταν αρκετές φορές. Από τον Αϊ Νικόλα, πήγαιναν στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας, της Παναγίας, ενίοτε και στο ξωκλήσι του Αϊ Λιά, περνούσαν από το νεκροταφείο. Στη συνέχεια στο ξωκλήσι του Αϊ Γιώργη, του Αϊ Θανάση και κατέληγαν πάλι στην εκκλησία του χωριού, τον Αϊ Δημήτρη.
Η διαδρομή δεν ήταν μόνο μεγάλη, αλλά και πολύ κουραστική, κυρίως γι’ αυτούς που είχαν τις μεγάλες εικόνες. Όλοι έτρεχαν φωνάζοντας. Μπροστά οι μεγάλοι και πίσω εμείς οι μικρότεροι.
Το εκκλησίασμα, άνδρες και γυναίκες, νέοι και νέες, ήταν συγκεντρωμένοι έξω από την εκκλησία και παρακολουθούσαν, με αγωνία, αυτόν τον ιδιότυπο ΄΄ μαραθώνιο δρόμο ΄΄.
Αυτοί που συμμετείχαν στην πορεία των εικόνων, όταν έφθαναν στην εκκλησία, τις ασπάζονταν και τις άφηναν πάλι στην εκκλησία, ενώ φεύγοντας έπαιρναν την εικόνα του σπιτιού τους.
Όλοι γυρνούσαν στο σπίτι με τα ΄΄ αγιασμένα ΄΄ αγαθά και την κανάτα με το ΄΄ αγίασμα ΄΄. Όλοι έπιναν από το ΄΄ αγιασμένο ΄΄ νερό, για να είναι ΄΄ αγιασμένοι ΄΄ και γεροί.
Με το ΄΄ αγιασμένο ΄΄ νερό ο νοικοκύρης πήγαινε σε κάθε χωράφι και με ένα μάτσο βασιλικό, ράντιζε τα σπαρτά για να καρπίσουν.
Τις μεγάλες κλούρες που είχαν διαβαστεί από τον παπά στην εκκλησία, τις κομμάτιαζαν, τις ανακάτευαν με το αλάτι και τις έδιναν στα ζώα, για να είναι γερά και παραγωγικά.
Το μεσημέρι ετοιμάζονταν το γιορτινό τραπέζι. Το απόγευμα στην πλατεία τ’ Αϊ Δημήτρη, όπως και τις τρείς ημέρες των Χριστουγέννων, στήνονταν χοροί. Το κέφι περίσσευε. Η χαρά και η ικανοποίηση ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
Σημειώνεται ότι τα αγόρια χόρευαν σε ξεχωριστό κύκλο από τα κορίτσια. Σεβασμός, αλλά και νυφοδιάλεγμα συγχρόνως. Εδώ ταιριάζει το : «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος».
Αλήθεια! Πώς έρχονται όλα αυτά στη θύμηση! Έρχονται στη θύμηση, γιατί αυτές ήταν οι χαρές μας, οι γιορτές και το πανηγύρι που περιμέναμε όλοι.
Με τα Φώτα συμπληρώνονταν το Δωδεκαήμερο των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Και όλοι μας ανέμελα γυρίζαμε στην καθημερινότητα της απλοϊκής ζωής μας, που είχε ΄΄ περίσσιες χαρές ΄΄.
Τελειώνω τη μικρή μου αυτή αφήγηση με τα κάλαντα των Φώτων.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΦΩΤΩΝ
Σήμερα είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός,
και χαρά μεγάλη κι αγιασμός.
Σήμερα βαφτίζεται ο Χριστός,
εις τον Ιορδάνη τον ποταμό.
Καλημέρα, καλησπέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Εις τον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθεται η κυρά μας η Παναγιά.
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα,
με τα σπαργανίδια στα γόνατα.
Με τα σπαργανίδια στα γόνατα,
με τον Κύριό μας στα χέρια Της.
Και τον Αϊ Γιάννη παρακαλεί,
Άγιε Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
Άγιε Γιάννη αφέντη και βαπτιστή,
Δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί.
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
Και τον Κύριο μου παρακαλώ.
Ν’ ανέβει ν’ ανοίξει τους ουρανούς,
να καθαγιάσει τα ύδατα,
να καταπατήσει τα είδωλα,
να καταχωνιάσει τα βούρβουρα.
Καλημέρα, καλησπέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
___________
Εύχομαι από καρδιάς ΄΄ Χρόνια Πολλά ΄΄ και ιδιαίτερες ευχές σ’ όσους γιορτάζουν.
Είθε να φωτιστούμε όλοι και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι απ’ ό,τι είμαστε σήμερα!
Μεταξάς, 05-01-2017
Παναγιώτης Μπασιάς
(Συνταξιούχος Δάσκαλος)